συνώνυμος

συνώνυμος
-η, -ο / συνώνυμος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνώνυμος, -ον, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συνώνυμα
α) λέξεις που διαφέρουν μορφολογικώς αλλά έχουν την ίδια ή παραπλήσια σημασία, όπως λ.χ. θύρα και πόρτα, θέλω και βούλομαι
β) (λογ.) πράγματα ή όντα με κοινή ονομασία και κοινή σημασία που υπάγονται στο ίδιο γένος, όπως λ.χ. ο άνθρωπος και το βόδι, τα οποία προσαγορεύονται και τα δύο με τη λ. ζώο(ν)
νεοελλ.
1. βιολ. καθένα από τα δύο κωδικόνια που καθορίζουν το ίδιο αμινοξύ στη συστηματική ταξινόμηση, μια εναλλακτική λατινική ονομασία είδους, γένους κ.λπ.
2. φρ. «συνώνυμες λέξεις»
α) γραμμ. τα συνώνυμα
β) γλωσσ. δύο ή περισσότερες λέξεις που έχουν το χαρακτηριστικό ότι οι προτάσεις οι οποίες προκύπτουν με την αντικατάσταση τής μιας λέξης από την άλλη έχουν την ίδια σημασία
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (στη λογ. τού Αριστοτέλους) ζεύγη τού τύπου Α: οὐχὶ Α.
επίρρ...
συνωνύμως ΝΜΑ, και συνώνυμα Ν
με το ίδιο όνομα («λέγεται δὲ συνωνύμως ἀὴρ καὶ πνεῡμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. επ-ώνυμος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνώνυμος — having the same name as masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνώνυμος — η, ο 1. συνονόματος. 2. λέξη που έχει την ίδια, ή περίπου την ίδια, σημασία με άλλη: Οι λέξεις «φωνή» και «κραυγή» είναι συνώνυμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυνώνυμος — συνώνυμος , συνώνυμος having the same name as masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνύμως — συνώνυμος having the same name as adverbial συνώνυμος having the same name as masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνώνυμον — συνώνυμος having the same name as masc/fem acc sg συνώνυμος having the same name as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλπινισμός — Συνώνυμος όρος της ορειβασίας. * * * ο 1. η συστηματική ανάβαση στις Αλπεις 2. η ορειβασία, η αναρρίχηση σε υψηλά όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά τού γαλλ. alpinisme.] …   Dictionary of Greek

  • συνωνύμοις — συνώνυμος having the same name as masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνύμου — συνώνυμος having the same name as masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνύμους — συνώνυμος having the same name as masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωνύμων — συνώνυμος having the same name as masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”